καταδεσμώ

καταδεσμώ
καταδεσμῶ, -έω (Α)
καταδεσμεύω*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προσκαταδεσμώ — έω, Α σφίγγω ακόμη περισσότερο, συσφίγγω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + καταδεσμῶ «δένω σφιχτά»] …   Dictionary of Greek

  • συγκαταδεσμώ — έω, Μ ενώνω με τον ίδιο δεσμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταδεσμῶ «δένω με κάτι, περιτυλίγω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”